- ευέξοδος
- εὐέξοδος, -ον (Α)1. αυτός από τον οποίο εύκολα μπορεί να εξέλθει ή να ξεφύγει κάποιος («ἔστι δ' οὐκ εὐέξοδον», Αισχύλ.)2. αυτός που εξέρχεται, που διαφεύγει εύκολα («εὐέξοδον ὕδωρ», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐέξοδος — easy to get out of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέξοδον — εὐέξοδος easy to get out of masc/fem acc sg εὐέξοδος easy to get out of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξόδους — εὐέξοδος easy to get out of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέξοδα — εὐέξοδος easy to get out of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek